εξελααν

εξελααν
    ἐξελάαν
    эп. inf. к ἐξελάω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εξελααν" в других словарях:

  • ἐξελάαν — ἐξελαύνω drive out pres inf act (epic) ἐξελάᾱν , ἐξελαύνω drive out pres inf act (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρεσσιφόρητος — κηρεσσιφόρητος, ον (Α) αυτός που φέρνουν οι Κήρες* («ἐξελάαν ἐνθένδε κύνας κηρεσσιφορήτους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κήρεσσι, επικ. δοτ. πληθ. τού κήρ (I) + φόρητος (< φορῶ), πρβλ. ναυσι φόρητος, ποταμο φόρητος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»